αχίλλειος

αχίλλειος
(3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου.
* * *
-ο (AM Ἀχίλλειος, -α, -ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος, -α, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχιλλέα
2. το ουδ. ως ουσ. ονομασία διαφόρων χωρίων και περιοχών της Ελλάδας
νεοελλ.
1. φρ. «αχίλλειος πτέρνα» — το τρωτό σημείο κάποιου
2. το ουδ. ως ουσ. το Αχίλλειο
ονομαστό ανάκτορο της Κέρκυρας, που χτίστηκε το 1891 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Καρίτο, με δαπάνες της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ
αρχ.
φρ.
1. «ἀχιλλεία κριθὴ» και «ἀχιλληίδες κριθαί» — εκλεκτή ποιότητα κριθαριού
2. «ἀχίλλειοι μᾱζαι» — πλακούντες, γλυκίσματα από εκλεκτό κριθάρι
3. «ἀχίλλειος σπόγγος» — εκλεκτό είδος σπόγγου που το χρησιμοποιούσαν για εσωτερική επένδυση σε περικεφαλαίες, περικνημίδες κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀχίλλειος — of Achilles masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχίλλειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχιλλέα· συνηθισμένη φράση: «αχίλλεια φτέρνα», το πιο ευπρόσβλητο σημείο σε κάποιο ζήτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αχίλλειος Ελπίδιος — (3ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου. Ανακηρύχτηκε, επί Διοκλητιανού, αυτοκράτορας (292) από τα αλεξανδρινά στρατεύματα. Ο Διοκλητιανός κατέλαβε, ύστερα από οχτάμηνη πολιορκία την Αλεξάνδρεια, συνέλαβε τον Α.… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Αχίλλειος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 28 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο νησάκι της Λίμνης της Μικρής Πρέσπας. Παλαιότερα, το μικρό σήμερα χωριό είχε γνωρίσει ακμή όπως μαρτυρεί o οικισμός που βρέθηκε και είναι της εποχής του Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀχιλλείων — Ἀχίλλειος of Achilles fem gen pl Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχίλλειον — Ἀχίλλειος of Achilles masc acc sg Ἀχίλλειος of Achilles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχιλλείοις — Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχιλλείου — Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχιλλείους — Ἀχίλλειος of Achilles masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχίλλεια — Ἀχίλλειος of Achilles neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”